σαλέπι — το ιού (λ. τουρκ.), είδος θερμαντικού ποτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαλεπιτζής — ο, Ν 1. αυτός που πουλά σαλέπι 2. ασήμαντο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. salepci (βλ. και σαλέπι)] … Dictionary of Greek
ορχεΐδες — και ορχιδίδες, οι βοτ. η μοναδική οικογένεια τής τάξης φυτών ορχιδώδη, η οποία είναι ίσως η μεγαλύτερη οικογένεια τών αγγειοσπέρμων, με 15.000 ώς 35.000 είδη, τα οποία είναι γνωστά ως ορχιδέες και κατανέμονται σε 400 έως 800 γένη, οικογένεια που… … Dictionary of Greek
σαλεπιτζήδικο — το, Ν 1. κατάστημα όπου πωλείται το σαλέπι 2. φρ. «τό κανες σαλεπιτζήδικο» προκάλεσες αναστάτωση με την συμπεριφορά σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαλεπιτζήδ τού πληθ. σαλεπιτζήδες τού σαλεπιτζής + κατάλ. ικο (πρβλ. παλιατζήδ ικο)] … Dictionary of Greek
σερνικοβότανο — και αρσενικοβότανο, το, Ν κοινή ονομασία διαφόρων ορχιδωδών φυτών που απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, ιδίως τού γνωστού με τη λόγια ονομασία ὄρχις ο άρρην, κν. σαλέπι, και τών οποίων τις κονδυλώδεις ρίζες και τον ζωμό τους η λαϊκή παράδοση θεωρεί,… … Dictionary of Greek
όρχις — (I) ὄρχις, εως, ἡ (Α) είδος ελιάς, αλλ. ορχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄρχις (II) με αλλαγή γένους. Το είδος αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού σχήματος τών καρπών του]. (II) ο (ΑΜ ὄρχις, εως, Α ιων. γεν. ιος) 1. καθένας από τους γεννητικούς… … Dictionary of Greek
salep — SALÉP, salepuri, s.n. 1. Nume dat tuberculilor uscaţi ai unor specii de orhidee; p. ext. praf de amidon extras din aceşti tuberculi şi care, fiert în lapte sau în apă, se foloseşte ca întăritor pentru copii sau convalescenţi. 2. Băutură preparată … Dicționar Român
σαλεπιτζής — ο αυτός που πουλάει σαλέπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρχης — ο 1. καθένας από τους γεννητικούς αδένες του άνδρα. 2. το φυτό σαλέπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)