σαλέπι

σαλέπι
(στα αραβικά σάχλεμπ). Ονομασία θερμαντικού πιοτού, αφεψήματος ή ροφήματος, που παρασκευάζεται από τους ξηρούς κόνδυλους (ρίζες) διάφορων ορχεοειδών φυτών. Οι κόνδυλοι αλέθονται και η σκόνη τους βράζεται με ζάχαρη ή με μέλι. Είναι μαλακτικό πιοτό διαδομένο ιδιαίτερα στην Ανατολή και στην Ελλάδα.
* * *
το, Ν
1. κοινή ονομασία τών 25 ειδών ορχιδέας τού γένους όρχις
2. παχύρρευστο τονωτικό μαλακτικό αφέψημα από λειοτριβημένους αποξηραμένους κονδύλους ορισμένων ειδών τού παραπάνω φυτού, που συλλέγονται κατά την περίοδο τής ανθοφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. salep < αραβ. sahlab, τ. σχηματισμένος από το khusy ath-thlab με αρχική σημ. «όρχεις τής αλεπούς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαλέπι — το ιού (λ. τουρκ.), είδος θερμαντικού ποτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαλεπιτζής — ο, Ν 1. αυτός που πουλά σαλέπι 2. ασήμαντο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. salepci (βλ. και σαλέπι)] …   Dictionary of Greek

  • ορχεΐδες — και ορχιδίδες, οι βοτ. η μοναδική οικογένεια τής τάξης φυτών ορχιδώδη, η οποία είναι ίσως η μεγαλύτερη οικογένεια τών αγγειοσπέρμων, με 15.000 ώς 35.000 είδη, τα οποία είναι γνωστά ως ορχιδέες και κατανέμονται σε 400 έως 800 γένη, οικογένεια που… …   Dictionary of Greek

  • σαλεπιτζήδικο — το, Ν 1. κατάστημα όπου πωλείται το σαλέπι 2. φρ. «τό κανες σαλεπιτζήδικο» προκάλεσες αναστάτωση με την συμπεριφορά σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαλεπιτζήδ τού πληθ. σαλεπιτζήδες τού σαλεπιτζής + κατάλ. ικο (πρβλ. παλιατζήδ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • σερνικοβότανο — και αρσενικοβότανο, το, Ν κοινή ονομασία διαφόρων ορχιδωδών φυτών που απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, ιδίως τού γνωστού με τη λόγια ονομασία ὄρχις ο άρρην, κν. σαλέπι, και τών οποίων τις κονδυλώδεις ρίζες και τον ζωμό τους η λαϊκή παράδοση θεωρεί,… …   Dictionary of Greek

  • όρχις — (I) ὄρχις, εως, ἡ (Α) είδος ελιάς, αλλ. ορχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄρχις (II) με αλλαγή γένους. Το είδος αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού σχήματος τών καρπών του]. (II) ο (ΑΜ ὄρχις, εως, Α ιων. γεν. ιος) 1. καθένας από τους γεννητικούς… …   Dictionary of Greek

  • salep — SALÉP, salepuri, s.n. 1. Nume dat tuberculilor uscaţi ai unor specii de orhidee; p. ext. praf de amidon extras din aceşti tuberculi şi care, fiert în lapte sau în apă, se foloseşte ca întăritor pentru copii sau convalescenţi. 2. Băutură preparată …   Dicționar Român

  • σαλεπιτζής — ο αυτός που πουλάει σαλέπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όρχης — ο 1. καθένας από τους γεννητικούς αδένες του άνδρα. 2. το φυτό σαλέπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”